φεβρουαριανός

φεβρουαριανός
η , ό[ν] февральский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φεβρουαριανός" в других словарях:

  • φεβρουαριανός — ή, ό, Ν [Φεβρουάριος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φεβρουάριο ή που γίνεται τον Φεβρουάριο («Φεβρουαριανή Επανάσταση τού 1917 στη Ρωσία») 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα Φεβρουαριανά γεγονότα που εξερράγησαν στην Αθήνα στις 8… …   Dictionary of Greek

  • φεβρουαριανός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με το Φεβρουάριο, που γίνεται το Φεβρουάριο, ο φλεβαρίσιος, ο φλεβαριάτικος: Φεβρουαριανή επανάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλεβαριάτικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Φλεβάρη (Φεβρουάριο), αυτός που είναι του μήνα Φλεβάρη, φεβρουαριανός, φλεβαρίσιος, φλεβαριώτικος. 2. αυτός που γίνεται, αυτός που συμβαίνει το Φεβρουάριο: Φλεβαριάτικο κρύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»